- μεταλαβαίνω
- μετάλαβα, κοινωνώ, παίρνω τη θεία μετάληψη: Μεταλαβαίνει κάθε Πάσχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταλαβαίνω — μεταλαβαίνω, μετάλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: μεταλαβαίνω : σπάνιοι οι λόγιοι τύποι μεταλαμβάνω, μετέλαβα (κατά το καταλαμβάνω, βλ. πίν. 165 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… … Dictionary of Greek
κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… … Dictionary of Greek
κοινωνώ — και κοινωνάω κοινώνησα 1. μεταλαβαίνω: Είναι στα τελευταία του και κοινώνησε. 2. μεταλαβαίνω κάποιον: Έφεραν τον παπά και τον κοινώνησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετάλαβος — η, ο [μεταλαβαίνω] ο αμεταλάβητος … Dictionary of Greek
αμεταλάβητος — η, ο [μεταλαβαίνω] αυτός που δεν μετέλαβε τών αχράντων μυστηρίων, αυτός που δεν κοινώνησε … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
μεταλαβασία — μεταλαβασία, ἡ (Μ) η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ασία] … Dictionary of Greek
μεταλαβιά — η η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek